ζῳδάριον

ζῳδάριον
ζῳδάριον, τό,= foreg., Dim. of ζῷον,
A animalcule, as a grub, Alex. 140, Arist.HA557b1, etc.
II = ζῴδιον 1, IG22.1491.4, Inscr.Délos 298A31 (iii B.C.), SIG2588.31 (Delos, ii B.C.), Hero Spir.2.34, PMag. Leid.V.10.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ζῳδάριον — animalcule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδαρίου — ζῳδάριον animalcule neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδαρίων — ζῳδάριον animalcule neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδαρίῳ — ζῳδάριον animalcule neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδάρια — ζῳδάριον animalcule neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”